- φόλετρον
- φόλετρον, τό,A = φόρετρον, PSI1.31.16 (ii A. D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φόλετρον — τὸ, Α βλ. φόρετρον … Dictionary of Greek
φόρετρον — και φόρεθρον και φόλετρον και φόλλετρον, τὸ, Α αμοιβή που δίνεται για μεταφορά φορτίων, κόμιστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρω + επίθημα ε τρον (πρβλ. θέρ ε τρον). Ο τ. φόρεθρον με επίθημα θρον*, ενώ οι τ. φόλετρον,… … Dictionary of Greek